- χάμψαι
- οἱ, Α(στην αρχ. Αίγυπτο) οι κροκόδειλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτ. προέλευσης. Ωστόσο, η σύνδεση τού τ. με το αιγυπτ. msh «κροκόδειλος» γεννά δυσχέρειες, ενώ και η άποψη εκείνων που προτείνουν έναν διαφορετικό, υποθετικό, αιγυπτ. τ. hms για την ίδια λ., δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή. Επικρατέστερη, τελικά, θεωρείται η άποψη ότι ο ελλ. τ. χάμψαι έχει προέλθει από μια αιγυπτ. φρ. hyn msh, όπου το hyn μπορεί να είναι είτε αόριστο άρθρο είτε δεικτική αντων., με αναμενόμενη ανάπτυξη ενός κλειστού χειλικού / ρ / μεταξύ τών / m / και / s / (πρβλ. Ραμψῆς: Ramsēs), αλλά με δυσερμήνευτη απόδοση τού αιγυπτ. h με ελλ. χ].
Dictionary of Greek. 2013.